κόμβους

κόμβους
κόμβος
roll
masc acc pl
κομβόω
bind up
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α …   Dictionary of Greek

  • Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste …   Wikipedia Español

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се …   Википедия

  • αεροτορπίλη — Τορπίλη που ρίπτεται από αεροσκάφος (συνήθως από ειδικό τορπιλοπλάνο). Αποτελεί τροποποιημένη μορφή τορπίλης που δεν καταστρέφεται όταν πέφτει από ψηλά. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., όλες όμως είναι κυλινδρικές, με περίβλημα από χάλυβα και… …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • διαφυή — διαφυή, η (Α) 1. φυσικό χώρισμα, άρθρωση, ραφή 2. διάκριση 3. χώρισμα (όπως στα κάστανα) 4. χώρισμα στα δόντια 5. στρώμα ή φλέβα στη γη, σε πέτρα κ.λπ. 6. καλάθι πλεγμένο με κόμβους …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”